προίδωσιν

προίδωσιν
προίδωσιν , προεῖδον
look forward
aor subj act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιόψομαι — ἐπιόψομαι (Α) ποιητ. τ. μέλλ. αντί ἐπόψομαι (ή επικ. αόρ. υποτ. τού αορ. α’ ἐπιωψάμην) 1. θα εκλέξω («τοὺς ἂν ἐγὼν ἐπιόψομαι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιόψονται προχειρίσονται προΐδωσιν ἐπιλέξωνται». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ΙΕ ρίζα *οp «εκλέγω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”